σμυριδόκονις

σμυριδόκονις
η, Ν
βλ. σμυριδόσκονη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • σμυριδόσκονη — και, λόγιος τ., σμυριδόκονις, η, Ν σκόνη σμύριδας. [ΕΤΥΜΟΛ. < σμύριδα + σκόνη / κόνις. Ο τ. σμυριδόκονις μαρτυρείται από το 1897 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Άγγ. Βλάχου] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”